- μυιοκέφαλον
- μυιοκέφαλον και μυοκέφαλον, τὸ (ΑΜ)νόσος τών οφθαλμών κατά την οποία εξέρχεται από τον κερατοειδή χιτώνα σταφυλοειδής φλύκταινα η οποία εξέχει σαν κεφάλι μύγας.[ΕΤΥΜΟΛ. < μυῖα «μύγα» + κεφαλή (πρβλ. κυνο-κέφαλον)].
Dictionary of Greek. 2013.